- ομορφονιός
- και μορφονιός, -ιά1. ωραίος, όμορφος νέος, ομορφόπαιδο2. ειρων. νεαρός που καλλωπίζεται περισσότερο απ' ό,τι πρέπει, που ναρκισσεύεται.[ΕΤΥΜΟΛ. < όμορφος + νιός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ομορφονιός — ομορφονιός, ο και μορφονιός, ο θηλ. ιά όμορφος νέος, παλικάρι, λεβέντης· ομορφονιά και μορφονιά, η, ωραία κοπέλα, όμορφη κόρη: ...Η μορφονιά που κάποτε αγαπούσαμε, προσμένει το φτωχό καραβοκύρη (Πορφύρας) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μορφονιός — ιά 1. όμορφος νέος, ομορφοκαμωμένος («έρχονται οι μορφονιές και κλαιν και μείρονται και τον αγαπημένο τους γυρεύουν», Πορφύρ.) 2. νέος που κάνει τον ωραίο («τήν τριγυρίζουν πολλοί μορφονιοί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομορφονιός < όμορφος + νέος / νιος,… … Dictionary of Greek
ομορφόπαιδο — το όμορφο παιδί, ωραίο παληκάρι, ομορφονιός … Dictionary of Greek